κεκάλυμμαι

From LSJ

ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air

Source

French (Bailly abrégé)

v. καλύπτω.

Greek Monotonic

κεκάλυμμαι: Παθ. παρακ. του καλύπτω· κεκάλυπτο, γʹ ενικ. Επικ. υπερσ. κέκᾰμον, Επικ. αόρ. βʹ του κάμνω· κεκάμω, υποτ.· γʹ πληθ. κεκάμωσι.

Russian (Dvoretsky)

κεκάλυμμαι: pf. pass. к καλύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεκάλυμμαι indic. perf. med. van καλύπτω.