τμητοσίδηρος

Revision as of 04:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A cut down with iron, ὕλη AP14.19.

German (Pape)

[Seite 1123] mit Eisen geschnitten, abgehauen, ὕλη, Aenigm. 27 (XIV, 19).

Greek (Liddell-Scott)

τμητοσίδηρος: [ῑ] -ον, ὁ σιδήρῳ τμηθείς, σιδηρότμητος, εἶδον ἐγώ ποτε θῆρα δι’ ὕλης τμητοσιδήρου... τρέχοντα Ἀνθ. Π. 14. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
coupé par le fer.
Étymologie: τμητός, σίδηρος.

Greek Monolingual

-ον, Α
κομμένος με σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τμητός + σίδηρος.

Greek Monotonic

τμητοσίδηρος: [ῐ], -ον, κομμένος με σίδηρο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τμητοσίδηρος: срубленный железом (ὕλη Anth.).