καταπτακών

From LSJ
Revision as of 22:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source

German (Pape)

[Seite 1373] einzelner aor. II. zu καταπτήσσω, sich verbergend, Aesch. Eum. 246.

Greek (Liddell-Scott)

καταπτακών: ἴδε ῥ. καταπτήσσω.

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 poét. de καταπτήσσω.

Greek Monotonic

καταπτᾰκών: ποιητ. μτχ. αορ. βʹ του καταπτήσσω.

Russian (Dvoretsky)

καταπτᾰκών: Aesch. part. aor. 2 к καταπτήσσω.