φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
ὔρχα: ἡ, κεραμικό αγγείο για τουρσιά, παστά τρόφιμα, σε Αριστοφ.
ὔρχα: ἡ эол. = ὕρχη.