ὔρχα

From LSJ
Revision as of 06:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source

Greek Monotonic

ὔρχα: ἡ, κεραμικό αγγείο για τουρσιά, παστά τρόφιμα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὔρχα: ἡ эол. = ὕρχη.