παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
ὔρχα: ἡ, κεραμικό αγγείο για τουρσιά, παστά τρόφιμα, σε Αριστοφ.
ὔρχα: ἡ эол. = ὕρχη.
ὔρχα, ἡ,a jar, for pickles, Ar.