δυσπέρατος

Revision as of 07:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A hard to pass or cross, ὑπερβολαὶ ὄρους Str.4.6.6, cf.15.1.26 (Comp.): metaph., ἀμηχανίας δ. αἰών E.Med.646 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 687] schwer zu überschreiten, zu passiren; ῥεῖθρον Strab. XV p. 697; übertr., αἰών, ein mühselig durchzubringendes Leben, Eur. Med. 684.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπέρᾱτος: -ον, δυσδιάβατος, χώρα Στράβων 697· αἰὼν Εὐρ. Μηδ. 645.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à traverser.
Étymologie: δυσ-, περάω.

Spanish (DGE)

(δυσπέρᾱτος) -ον
difícil de cruzar o franquear ὑπερβολαὶ τοῦ ὄρους Str.4.6.6, (γῆ) Str.15.1.26, ῥεῖθρα βαθέα καὶ δυσπέρατα D.S.20.38
fig. τὸν ἀμηχανίας ἔχουσα δυσπέρατον αἰῶν' llevando una vida de angustia difícil de cruzar E.Med.646.

Greek Monolingual

δυσπέρατος, -ον (Α)
δυσκολοπέραστος.

Greek Monotonic

δυσπέρᾱτος: -ον, δυσδιάβατος, δύσβατος, δύσκολα προσπελάσιμος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δυσπέρᾱτος: досл. труднопроходимый, перен. трудный, мучительный (αἰών Eur.).