θριγκίον

Revision as of 09:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

τό, Dim. of sq., Luc.Gall.22, App.Mith.71, Just.Nov. 133.1.

German (Pape)

[Seite 1218] τό, dim. vom Folgdn, Luc. Gall. 22 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θριγκίον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ ἑπομ., Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 22, Ἀππ. Μιθρ. 71.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de θριγκός.

Greek Monolingual

θριγκίον, τὸ (Α)
ο θριγκός.

Greek Monotonic

θριγκίον: τό, υποκορ. του επομ., σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

θριγκίον: τό ограда, стена (ὑπερβὰς τὸ θ. Luc.).