θριγκίον

From LSJ

Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid

Menander, Monostichoi, 58
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θριγκίον Medium diacritics: θριγκίον Low diacritics: θριγκίον Capitals: ΘΡΙΓΚΙΟΝ
Transliteration A: thrinkíon Transliteration B: thrinkion Transliteration C: thrigkion Beta Code: qrigki/on

English (LSJ)

τό, Dim. of θριγκός, Luc. Gall. 22, App. Mith. 71, Just. Nov. 133.1.

German (Pape)

[Seite 1218] τό, dim. vom Folgdn, Luc. Gall. 22 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de θριγκός.

Russian (Dvoretsky)

θριγκίον: τό ограда, стена (ὑπερβὰς τὸ θ. Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

θριγκίον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ ἑπομ., Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 22, Ἀππ. Μιθρ. 71.

Greek Monolingual

θριγκίον, τὸ (Α)
ο θριγκός.

Greek Monotonic

θριγκίον: τό, υποκορ. του επομ., σε Λουκ.

Middle Liddell

θριγκίον, ου, τό, [Dim. of θριγκός, Luc.]