κατιδεῖν

From LSJ
Revision as of 22:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

German (Pape)

[Seite 1401] aor. II. zu καθοράω.

Greek (Liddell-Scott)

κατιδεῖν: ἀόρ. β΄ τοῦ καθοράω.

Greek Monotonic

κατιδεῖν: απαρ. αορ. βʹ του κατεῖδον· Μέσ., απαρ. αορ. βʹ κατιδέσθαι.

Russian (Dvoretsky)

κατῐδεῖν: inf. к κατεῖδον.