κατεῖδον
Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön
English (LSJ)
inf. κατιδεῖν, part. κατιδών, aor. 2 with no pres. in use, καθοράω being used instead:—
A look down, Περγάμου ἒκ κατιδών Il.4.508 (nisi leg. ἐκκατ-).
II c. acc., look down upon, view, κάτιδε τὰς νήσους ἁπάσας ἐν κύκλῳ = saw from above the islands in a circle Ar.Eq.170.
2 see, behold, regard, Thgn.905, A.Pers.1026 (lyr.); catch sight of, τὰς νέας Hdt.7.194, cf. E.Supp. 1044; κατιδεῖν βίον = to live, A.Ag.474 (lyr.).
3 of mental vision, perceive, discern, S.OT338, Pl.Euthphr.2c.
III Med.in act.sense, aor. 2 κατειδόμην, inf. κατιδέσθαι, τι Hdt.4.179, 7.208, S.El.892, etc.; κατιδέσθαι ἔς τι Hdt.5.35.
German (Pape)
[Seite 1394] κατιδεῖν, aor. II, zu καθοράω, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
ao.2 de καθοράω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-εῖδον alleen them. aor. (naar beneden) kijken naar, met acc.:; κάτιδε τὰς νήσους ἁπάσας kijk nu eens naar al de eilanden daar beneden Aristoph. Eq. 170; ook med.: πρὶν δὲ κατιδέσθαι γῆν voordat hij land zag Hdt. 4.179.2. zien:; κατιδεῖν βίον het levenslicht zien Aeschl. Ag. 474; pregn. opmerken:. τὴν ἐμὴν ἀμαθίαν κ. mijn onwetendheid opmerken Plat. Euthyph. 2c.
Greek Monotonic
κατεῖδον: απαρ. κατ-ῐδεῖν, μτχ. κατιδών, αόρ. βʹ με ενεστ. σε αχρηστία, το καθοράω χρησιμ. αντί αυτού·
I. κοιτάζω προς τα κάτω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.
II. με αιτ., επιβλέπω, επιθεωρώ, σε Αριστοφ.· απλώς, κοιτάζω, θεωρώ, αντιλαμβάνομαι, παρατηρώ, σε Θέογν., Αισχύλ.· κατιδεῖν βίον, το να ζει κάποιος, σε Αισχύλ.· επίσης στον Μέσ. αόρ. βʹ κατειδόμην, απαρ. κατιδέσθαι, σε Ηρόδ., Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κατεῖδον: ἀπαρ., κατῐδεῖν, μετοχ. κατιδών, ἀόρ. β΄ ἄνευ ἐνεστ. ἐν χρήσει, ἀνθ’ οὗ τὸ καθοράω·- βλέπω πρὸς τὰ κάτω Περγάμου ἐκ κατιδὼν Ἰλ. Δ. 508, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 194, κτλ. φράζετ’ εἰ κατείδετε Εὐρ. Ἱκέτ. 1044. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ἐπιβλέπω, θεωρῶ, τὰς νήσους ἁπάσας ἐν κύκλῳ Ἀριστοφ. Ἱππ. 170. 2) βλέπω, θεωρῶ, παρατηρῶ, Θέογν. 905, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1026, κτλ.· κατιδεῖν βίον, ζῆν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 474· ὤφθη μᾶλλον ἢ κατεῖδε μαινάδας Εὐρ. Βάκχ. 1075. 3) ἐπὶ διανοητικῆς ὄψεως, παρατηρῶ, διακρίνω, τὴν σὴν δ’ ὁμοῦ (ὀργὴν) ναίουσαν οὐ κατεῖδες Σοφ. Ο. Τ. 338, Πλάτ. Εὐθύφρων 2C. III. οὕτω μέσ. ἀόρ. β΄ κατειδόμην, ἀπαρ. κατιδέσθαι, τι Ἡρόδ. 4. 179., 7. 208, Σοφ. Ἠλ. 892, κτλ.· ὡσαύτως, κατιδέσθαι ἔς τι Ἡρόδ. 5. 35.- Πρβλ. κάτοιδα.
Middle Liddell
inf. κατ-ῐδεῖν part. κατιδών [aor2 with no pres. in use, καθοράω being used instead
I. to look down, Il., Hdt., etc.
II. c. acc. to look down upon, Ar.: simply to behold, regard, perceive, Theogn., Aesch.; κατιδεῖν βίον to live, Aesch.—Also in aor2 mid. κατειδόμην, inf. κατιδέσθαι, Hdt., Soph.