Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
κρύπτασκε: ἴδε ἐν λέξ. κρύπτω.
3ᵉ sg. impf. itér. de κρύπτω.
κρύπτασκε: γʹ ενικ. Ιων. παρατ. του κρύπτω.
κρύπτασκε: эп. 3 л. sing. impf. iter. к κρύπτω.