Κραυγασίδης

From LSJ
Revision as of 23:14, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410

Greek (Liddell-Scott)

Κραυγασίδης: -ου, ὁ, ὡς εἰ πατρωνυμικὸν τοῦ κραύγασος, «φωνακλᾶς», ὄνομα βατράχου ἐν Βατραχομυομαχ. 246.

Greek Monotonic

Κραυγᾰσίδης: -ου, ὁ (κραυγάζω), ως πατρωνυμ., ο γιος του Κραυγάσου, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

Κραυγᾰσίδης: ου (ῐ) ὁ Кравгасид, «Крикунович» (имя мыши) Batr.