Κραυγασίδης

From LSJ

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419

Russian (Dvoretsky)

Κραυγᾰσίδης: ου (ῐ) ὁ Кравгасид, «Крикунович» (имя мыши) Batr.

Greek (Liddell-Scott)

Κραυγασίδης: -ου, ὁ, ὡς εἰ πατρωνυμικὸν τοῦ κραύγασος, «φωνακλᾶς», ὄνομα βατράχου ἐν Βατραχομυομαχ. 246.

Greek Monotonic

Κραυγᾰσίδης: -ου, ὁ (κραυγάζω), ως πατρωνυμ., ο γιος του Κραυγάσου, σε Βατραχομ.

Middle Liddell

Κραυγᾰσίδης, ου, κραυγάζω
as a Patronym. son of a croaker, Batr.