λελιμμένος

From LSJ
Revision as of 23:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source

Greek (Liddell-Scott)

λελιμμένος: ἴδε ἐν λέξ. λίπτω.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
part. pf. de λίπτομαι, v. λίπτω.

Greek Monotonic

λελιμμένος: μτχ. Παθ. παρακ. του λίπτω.

Russian (Dvoretsky)

λελιμμένος: part. pf. к λίπτομαι.