γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
λελιμμένος: ἴδε ἐν λέξ. λίπτω.
η, ον :part. pf. de λίπτομαι, v. λίπτω.
λελιμμένος: μτχ. Παθ. παρακ. του λίπτω.
λελιμμένος: part. pf. к λίπτομαι.