οἰνοβαρέω

Revision as of 19:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être alourdi par le vin.
Étymologie: οἰνοβαρής.

Greek Monotonic

οἰνοβᾰρέω: με βαραίνει το κρασί που ήπια, είμαι μεθυσμένος, σε Θέογν.

Middle Liddell

οἰνοβᾰρέω,
to be heavy with wine, Theogn.