Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
ὄεσσι: Ἐπικ. δοτ. πληθ. τοῦ ὄϊς, οἶς, Ὅμ.
dat. pl. poét. de ὄϊς ou οἶς.
see ὄις.
ὄεσσι: Επικ. αντί οἴεσι, δοτ. πληθ. του ὄϊς, οἶς.
ὄεσσι: эп. dat. pl. к ὄϊς (= οἶς).