ὀργιλότης

Revision as of 01:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A irascibility, Arist.EN1108a7, Plu.2.443d.

German (Pape)

[Seite 370] ητος, ἡ, Geneigtheit zum Zorn, Jähzorn; Arist. Eth. 2, 7, der de virt. et vit. 6 dazu rechnet ἀκροχολία, πικρία, βαρυθυμία; Plut. de virt. moral. 4 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀργῐλότης: -ητος, ἡ, ἡ πρὸς ὀργὴν διάθεσις, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 7, 10, Πλούτ. 2. 443D.

French (Bailly abrégé)

ότητος (ἡ) :
irascibilité.
Étymologie: ὀργίλος.

Greek Monotonic

ὀργῐλότης: -ητος, ἡ, ευερεθιστότητα, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ὀργῐλότης: ητος ἡ раздражительность, вспыльчивость Arst., Plut.