διάθεσις
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
διαθέσεως, ἡ, (διατίθημι)
A placing in order, arrangement (ἡ τοῦ ἔχοντος μέρη τάξις Arist.Metaph.1022b1), Antipho Soph.24a; πολιτείας Pl.Lg.710b; τῶν ξενίων Id.Ti.27a.
2 disposition or composition in a work of art (opp. εὕρεσις), Id.Phdr.236a; opp. ἱστορία, μῦθος, Plb. 34.4.1, Plu.Arat.32, etc.; διάθεσις ᾠδῆς Eup.303; τῶν ἐπῶν Phryn.Com. 55; plan of a building, Plu.Per.13; subject of a picture, etc., Polem. ap. Ath.5.210b; διάθεσις μυθολογίας Plu.2.16b; representation in a play, Hero Aut.20.2: in plural, word-painting, Plu.2.17b; of geographical description, Str.1.1.16; rhetorical art, μετ' αὐξήσεως καὶ διαθέσεως Plb.2.61.1.
b in oratory, delivery, Plu.Dem.7; διάθεσις σώματός τε καὶ τόνου φωνῆς Longin.Rh.p.194H.
3 disposition of property, will, testament, = διαθήκη, Lys.Fr.44, Pl.Lg.922b.
4 disposing of, sale, τῶν περιόντων Isoc.11.14, cf. PTeb.38.10 (ii B.C.), Str.11.2.12, Plu.Sol. 24; οἷς διάθεσις εὔπορος, perhaps means of disposing of it, of making away with it, Arist.Rh.1372a33 (possibly, inventive disposition).
5 διάθεσις ἔγγραφος = written report, POxy.52.13 (iv A.D.).
6 = διάθεμα, Procl.inCra.p.10P.(pl.).
II (from Pass.) bodily state, condition, Hp.VM7, Arist.GA778b34; διάθεσις τοῦ σώματος Philem.95.4; διάθεσις ὑγιεινή, νοσώδης, Gal.5.826, 17(2).238; ἕξις defined as διάθεσις μόνιμος Id.5.826; νευρικὴ διάθεσις OGI331.11 (Pergam.); of the mind, Antipho Soph. 24a; ἕξις ψυχῆς καὶ διάθεσις Pl.Phlb.11d; distinguished from ἕξις, Arist.Cat.8b28, de An.417b15, Zeno and Chrysipp.Stoic.1.50, 3.111; διάθεσις ἁμαρτωλός Phld.Lib.p.560., al.; διάθεσις σωματική, διάθεσις ψυχική, A.D.Synt.278.10: pl., Diotog. ap. Stob.4.7.62.
b disposition towards persons, Pl.R.489a; propensity, Cic.Att.14.3.2; πρός τινα Sch.E.Hec.8.
2 generally, state, condition, τὴν βασιλείαν εἰς τὴν ἀρχαίαν διάθεσιν κατέστησεν OGI 219.11 (Sigeum, iv/iii B.C.).
3 Gramm., force, function, τοῦ ὀνόματος διαθέσεις εἰσὶ δύο, ἐνέργεια καὶ πάθος (e.g. κριτής, κριτός) D.T.637.29; especially of the voices of the verb, διαθέσεις εἰσὶ τρεῖς, ἐνέργεια, πάθος, μεσότης Id.638.8; διάθεσις παθητική, διάθεσις μέση, A.D.Synt.210.19, 226.10; also of tense, χρονικὴ διάθεσις ib.251.1 (s.v.l.); διαβατικὴ διάθεσις = transitive force, ib.43.18.
Spanish (DGE)
διαθέσεως, ἡ
• Morfología: [jón. plu. nom. διαθέσιες Hp.Morb.3.15; dór. ac. διαθέσιας Diotog.75.9]
A ref. al ser vivo
I sent. fís.
1 disposición corporal, condición natural, estado físico del organismo, constitución física ὑγραὶ ... αἵ τε φύσιες καὶ αἱ διαθέσιες τοῦ σώματος Hp.l.c., ὅσοι δ' ἂν τῶν ἀνθρώπων ἐν ταύτῃ τῇ διαθέσει ἐόντες Hp.VM 6, cf. 7, de las ostras ἀλυποτάτη Mnesith.Ath.36.9, (τῶν σπερμάτων) Mnesith.Ath.26.1, τὴν μὲν ἐξ ἀρχῆς διάθεσιν οὐχ ὕπνον el estado inicial (del ser vivo) no es el sueño Arist.GA 778b34, διαφορὰν ἐχούσης τῆς περὶ αὐτὸ διαθέσεως teniendo respecto a eso (el sueño) una condición diferente (al resto de animales), D.S.3.27, cf. Ocell.22, πνευματώδης Mnesith.Ath.38.20, ὑγιεινή Gal.5.826, νοσώδεις διαθέσεις Gal.17(2).238
•estado de salud, estado físico συνπαραλαβὼν δημόσιον ἰατρὸν καὶ ἐπιδὼν τὴν περὶ τὸν ἄνδρα ... διάθεσιν POxy.3926.39 (III d.C.), cf. 52.13, 3729.16 (ambos IV d.C.), μαῖαν ἀπαντῆσαι καὶ σημιώσασθαι τὴν διάθεσιν αὐτῆς POxy.3620.19 (IV d.C.), ref. a un árbol ἐγγράφως προσφωνῆσαι τὴν ταύτη[ς] διάθεσιν hacer un informe escrito del estado en que éste se encuentra, POxy.53.8 (IV d.C.).
2 enfermedad, afección εἰς αἵματος ἀναγωγὴν καί τινα τοιαύτην διάθεσιν ἐμπεσών Plb.2.70.6, παρενοχληθέντα αὐτὸν ὑπὸ νευρικῆς διαθέσεως Welles, RC 65.7 (Pérgamo II a.C.), λοιμικᾶς τε διαθέσιος γενομένας IG 12(1).1032.7 (Cárpato II a.C.), καρδιακαὶ διαθέσεις Vett.Val.378.13, cf. Marcell.Emp.8.195, Cass.Fel.23
•en plu. c. gen. διαθέσεις θανάτου καὶ τραυμάτων situaciones, e.d. modalidades o tipologías de muerte y heridas D.S.17.84.
3 en la interpr. dramática διάθεσις τοῦ σώματος καὶ τόνου φωνῆς la disposición del cuerpo y la expresión oral, e.e. la expresión corporal y oral Longin.Rh.194.
II sent. anímico
1 disposición del ánimo, talante, actitud, estado anímico ἕξις ψυχῆς καὶ διάθεσις Pl.Phlb.11d, dif. de ἕξις en que es menos estable y duradera, Arist.Cat.8b28, de An.417b15, pero μόνιμος διάθεσις equivale a ἕξις Gal.5.824, διάθεσιν καὶ κίνησιν ἔχουσα ψ[υ] χή Epicur.Fr.[34.24] 9, τὴν ἀρετὴν τοῦ ἡγεμονικοῦ τῆς ψυχῆς διάθεσίν τινα que la virtud (es) una disposición de la parte rectora del alma Chrysipp.Stoic.3.111, cf. Diotog.74.17, 23, τὸ κεφαλαῖον τῆς εὐδαιμονίας ἡ δ., ἧς ἡμεῖς κύριοι Diog.Oen.112.2, ὑβριστικὴ διάθεσις disposición a la arrogancia Arist.Rh.1385b31, τραχεῖα Phld.Ir.27.21, ἁμαρτωλός Phld.Lib.17.2, φιλότεκνος IG 5(1).957b (Laconia, imper.), ἐγένετο ἐν διαθέσει μανικῇ TAM 5.318.5 (II d.C.), ἀγαθή Pythag.Ep.1.2, PMasp.21re.1 (VI d.C.), odorare tamen Antoni διάθεσιν sin embargo percibes el estado de ánimo de Antonio Cic.Att.357.2, ἡ μὲν οὖν κατὰ τὰς πολιτικὰς ἀρετὰς διάθεσις ἐν μετριοπαθείᾳ θεωρεῖται Porph.Sent.32, cf. Origenes Or.2.3
•tb. como actitud externa ψυχικὴ ἢ σωματική διάθεσις A.D.Synt.278.10, ἀνὴρ ... ἐν τραγικῇ διάθεσει καὶ προσώπῳ Ath.198a
•en plu. οἷς ὑπάρχει ... διαθέσεις εὔποροι aquellos que son de muy variadas disposiciones, e.d. que son dados a cambiar fácilmente su talante Arist.Rh.1372a33, ἔχοντι γὰρ τὰς διαθέσιας τοιαύτας καὶ οἱ θεοί Diotog.l.c., cf. A.Io.29.4
•en el sent. más estable de condición εἰς τὴν ἐσχάτην παραγενόμενοι διάθεσιν Plb.23.17.1, τὰ πράγματα ἐν ... τῇ βελτίστῃ διαθέσει κατασταθήσεσθαι LXX 3Ma.3.26, τῶν δὲ ἐν ἐλάσσονι διαθέσει φανέντων BGU 1047.4.13 (II d.C.), τὴν ἐναντίαν λαμβάνειν διάθεσιν adoptar la condición contraria (a la de ser sabio), Epicur.[1] 117, τὸ δὲ ἄστυ τοῦτο Ἱερόσυλα ἀπὸ τῆς ἐκείνων διαθέσεως ὠνομᾶσθαι esa ciudad se llamó Jerusalén a causa de la condición (sacrílega) de aquéllos I.Ap.1.311.
2 buena disposición hacia, inclinación, simpatía, afecto seguido de constr. prep. κἀκείνου πρὸς ἡμᾶς διάθεσις I.AI 15.131, τὴν τοῦ βασιλέως πρὸς ὑμᾶς διάθεσιν I.AI 16.54, πρὸς μὲν γὰρ τὰ τέκνα ... φυσικήν τινα κέκτηται διάθεσιν Fauorin.de Ex.16.43, cf. BGU 248.18 (II d.C.), A.Thom.A 117, περὶ τὸν ἐπίσκοπον Basil.Ep.227, διάθεσιν ἐσχηκυῖα πρὸς αὐτόν enamorada de éste Sch.E.Hec.886, sin rég. διὰ πολλῆς ἀγάπης καὶ διαθέσεως A.Thom.A 74, cf. 132, προσκυνῶμεν αὐτῷ ... τῇ ψυχικῇ διαθέσει A.Io.103.4
•en fórmulas de cumplimentación benignidad, afabilidad χάριν ἔχω τῇ διαθέσι σου CPR 8.28.4 (IV d.C.), cf. PAmh.145.23 (IV/V d.C.).
B Iref. a otras estructuras
1 organización, orden, distribución como sinón. de διοίκησις Antipho Soph.B 63, τῶν ξενίων σοι διάθεσις ... ᾗ διέθεμεν Pl.Ti.27a, κόσμου Hp.Ep.18, διάθεσις λέγεται τοῦ ἔχοντος μέρη τάξις Arist.Metaph.1022b1, ἡ δὲ τῶν ἰδίων οἰκήσεων διάθεσις Arist.Pol.1330b22, ἡ διάθεσις τοῦ ἄστεως = la distribución (topográfica) de la ciudad Aen.Tact.1.1, τῶν τόπων Plb.10.11.1, cf. Ptol.Geog.1.15.1, χορηγιῶν διάθεσις planificación de provisiones Plb.1.71.6, τῶν πραγμάτων Plb.9.22.7, ὃν τρόπον ἔχουσι τὴν ὅλην διάθεσιν τοῦ βίου de qué manera tienen organizado el conjunto de su vida D.S.3.21
•c. πρός y ac. disposición de algo en rel. a otra cosa, relación ὅταν ἐν ... διαθέσει πρὸς ἄλληλα γένηται cuando se ponen en relación unas cosas con otras Thphr.Ign.4
•en mús. ἡ τῶν τετραχόρδων διάθεσις la disposición del tetracordio, e.e. su organización interna Aristid.Quint.8.12
•en astrol. ref. a la disposición de los astros en rel. c. el nacimiento τῶν ζωνῶν Vett.Val.25.19, cf. Procl.in Cra.10.
2 organización, sistema político πολιτείας διάθεσις sistema político, constitución Pl.Lg.710b, cf. R.597e, τίνα πολιτείαν θετέον καὶ ποίαν διάθεσιν πόλεως ἀρίστην Arist.Pol.1324a17
•estado, situación polít. τὰς τε πόλεις εἰς εἰρήνην καὶ τὴμ βασιλείαν εἰς τὴν ἀρχαίαν διάθεσιν κατέστησεν IIl.32.11, cf. 14 (III a.C.), συναύξειν τὸ πολίτευμα καὶ εἰς βελτίονα διάθεσιν ἀγαγεῖν IIasos 4.10 (II a.C.), cf. Didyma 493.16 (III a.C.).
3 ref. a la obra poética, retórica, la narración o la expresión del pensamiento estructuración, composición elaborada, buena disposición τῶν ἐπῶν Phryn.Com.58, ᾠδῆς Eup.326.1, τῇ διαθέσει ἐχρήσατο ἐπὶ γνώμης ἢ διανοίας Antipho Soph.B 24a, μετ' αὐξήσεως καὶ διαθέσεως ἐξηγήσατο narró con énfasis y elaboración retórica Plb.2.61.1, προφορὰ καὶ διάθεσις τῶν λεγομένων Plu.Dem.7, εὖ πεπλεγμένη διάθεσις μυθολογίας Plu.2.16b, (ὁ Δημοσθένης) ταῖς δὲ διαθέσεσιν ἐξακριβῶν τὰς πιθανότητας Luc.Dem.Enc.14, ref. a la formalización subsiguiente a la εὕρεσις Pl.Phdr.236a, o a la ἱστορία Plb.34.4.1
•exposición de temas equivalente a la obra narrativa de los hist. ἐξετάσαντες οὖν τὰς ἑκάστου τούτων διαθέσεις tras haber examinado las narraciones de cada uno de éstos D.S.1.3, cf. I.BI 1.9
•tb. en lit. trama de un argumento διαθέσεις ... ἐνδημιουργοῦσαι φάσματα καὶ εἴδωλα tramas que hacen intervenir fantasmas y apariciones Plu.2.17b.
4 en símiles, representaciones pictóricas, escultóricas, etc. composición temática, disposición de los temas, o simpl. tema ταῖς πόλεσι πρὸς τοὺς ἀληθινοὺς φιλοσόφους τὴν διάθεσιν ἔοικεν (εἰκών) (símil) que representa en su composición temática a las ciudades con relación a los verdaderos filósofos Pl.R.489a, ὁ ζωγράφος ἐποίησεν ἐμφαντικῶς τῇ διαθέσει τὴν μάχην ἔχουσαν Plu.Arat.32, ἐφαπτίδες ... ἔχουσαι ... ἐνυφασμένας ... μυθικὰς διαθέσεις Ath.196f, cf. 201f, 210b, Plu.Brut.23
•de donde descripción ἔστι δὲ μῦθος καὶ ἡ διάθεσις es la historia y la descripción (de las estatuas que hay en Nauplio), Hero Aut.20.2
•descripción geográfica ἡ τῆς οἰκουμένης διάθεσις Ptol.Geog.1.18.2, cf. Str.1.1.16.
5 arq. disposición, distribución, colocación de los diferentes elementos de una obra arquitectónica ordenados entre sí τὸ δ' ᾨδεῖον, τῇ μὲν ἐντὸς διαθέσει el Odeón en cuanto a la distribución interna ... Plu.Per.13, cf. Vitr.1.2.1, ἡ διάθεσις τοῦ κατασκευάσματος AB 450.16
•de ahí plano de una obra arquitectónica ἐποιήσατο ... τοῦ ἱεροῦ καὶ τοῦ ναοῦ τὴν διάθεσιν I.BI 1.25
•montaje de ciertos adornos ὑπὸ δὲ τὸν στέφανον ὁμοίως ἡ τῶν ὠῶν διάθεσις πεποίητο I.AI 12.69
•ἐν διαθέσει c. gen. formando un todo, haciendo cuerpo con οἰκ(ία) ἐπιγώνιος ἐν διαθέσει πύργου PBerl.Borkowski 10.8 (III/IV d.C.), ἐν διαθέσει οἰκ(ιῶν) β̅ PBerl.Borkowski 9.24 (III/IV d.C.), ἐν διαθέσει δυὸ τόπ(ων) PBerl.Borkowski 4.23 (III/IV d.C.).
II usos esp.
1 econ. distribución, venta τῶν περιόντων Isoc.11.14, τῶν ἁρπαζομένων Str.11.2.12, διάθεσις πρὸς ξένους ἐλαίου Plu.Sol.24, cf. 2, παρεῖχεν ἀγορὰν καὶ διάθεσιν πᾶσι τοῖς πολίταις Plu.2.297f
•en pap. venta al por menor esp. de aceite ὅσον δ' ἂν ἔλαιον ὑποκηρύξωμεν λήψεσθαι ἐξ ἑκάστου νομοῦ εἰς τὰς ἐν Ἀλεξανδρείᾳ διαθέσεις PRev.Laws 53.19 (III a.C.), οἱ ἐλαιοκάπηλοι οἱ τὴν διάθεσιν ἐξειληφότες PRyl.562.19 (III a.C.), cf. PLille 9.3, PTeb.38.10, 1094.2 (ambos II a.C.).
2 jur. testamento διάθεσις τοῦ τετελευτηκότος ... ἣν ἐκεῖνος διέθετο Lys.Fr.28, cf. Pl.Lg.922b.
3 gram. diátesis, en el verbo voz ἐνεργητικὴ καὶ παθητικὴ διάθεσις A.D.Synt.210.21, διαθέσεις εἰσὶ τρεῖς D.T.638.8, en el n. ref. a la semántica, sent. act. o pas. τοῦ ὀνόματος διαθέσεις εἰσὶ δύο D.T.637.29, tb. como sent. tr. de un verb. διαβατική A.D.Synt.43.18, o incluso ref. a la noción de tiempo verbal χρονική A.D.Synt.251.1.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
A. I. disposition, arrangement, ordonnance ; particul.
1 art de disposer la matière d'un ouvrage, d'une œuvre d'art;
2 distribution d'un avoir (par voie de testament), dispositions testamentaires;
II. droit de disposer, càd de vendre, d'aliéner, etc. ; ressources dont on dispose;
B. manière d'être disposé ; dispositions de l'âme ou de l'esprit;
C. t. de gramm. voix (active, passive, moyenne).
Étymologie: διατίθημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάθεσις διαθέσεως, ἡ [διατίθημι] act. van handeling dispositie, organisatie, regeling:; τῶν ξενίων... διάθεσις de organisatie van het gastmaal Plat. Tim. 27a; πολιτείας διάθεσις staatsregeling Plat. Lg. 710b; ook van testament. lit. compositie, indeling:. οὐ τὴν εὕρεσιν ἀλλὰ τὴν διάθεσιν ἐπαινετέον niet het bedenken van argumenten, maar de ordening ervan dient men te prijzen Plat. Phaedr. 236a. uitstalling, verkoop:; διάθεσις πρὸς ξένους ἐλαίου de verkoop van olijfolie aan niet-Atheners Plut. Sol. 24.1; presentatie:. διάθεσις τῶν λεγομένων de voordracht van het gesprokene Plut. Demosth. 7.5. pass. van toestand, gesteldheid:. ἐν ταύτῃ τῇ διαθέσει ἐόντες in die toestand zijnde Hp. VM 6; ἕξις ψυχῆς καὶ διάθεσις conditie en dispositie van de ziel Plat. Phlb. 11d. instelling, houding:. ταῖς πόλεσι πρὸς τοὺς ἀληθινοὺς φιλοσόφους τὴν διάθεσιν de houding bij de staten tegenover de ware filosofen Plat. Resp. 489a; ἐν ὑβριστικῇ διαθέσει in een gewelddadige stemming Aristot. Rh. 1385b31. ligging. ἡ δὲ τῶν ἰδίων οἰκήσεων διάθεσις de ligging van particuliere huizen Aristot. Pol. 1330b22.
German (Pape)
ἡ,
1 das Auseinanderstellen, Anordnen, Arist. Metaph. 4.19 τοῦ ἔχοντος μέρη τάξις ἢ κατὰ τόπον ἢ κατὰ δύναμιν ἢ κατ' εἶδος; τῶν ξενίων, τῆς πολιτείας, Plat. Tim. 27a, Legg. IV.710b; neben εὕρεσις, dispositio, Phaedr. 236a; testamentarische Anordnung, Legg. XI.922b; Lys.; Verteilung der Figuren in einem Bilde, Ath. V.210b; die dargestellten Gegenstände selber, Plut. Brut. 23 und öfter; die Darstellung, sowohl durch Farbe, als durch Worte; auch von geographischer Darstellung, Strab. 1.1.16; – νόμων, τῆς πόλεως, Plat. Legg. I.624a, Rep. IX.579e.
2 Ausstellung zum Verkauf, Harp. aus Antiph.; Isocr. 11.14; Plut. Sol. 24 und öfter; διάθεσιν τῶν ἔργων οὐκ ἔχειν, nicht verkaufen können, Plut. Lyc. 9.
3 vom pass., Zustand, Verfassung; vom Körper, z.B. νοσώδεις, Galen.; αἱ περὶ τὰ σώματα Pol. 3.7.5; λοιμική, 2.31.10; und bes. Gemütszustand, Gesinnung, καὶ ἕξις ψυχῆς, Plat. Phil. 11d; Legg. VII.791a; παραστατική, Pol. 1.67.7; Lage, οὐχ ὁμήρων, ἀλλ' αἰχμαλώτων, 10.38.2. Vgl. ὁ μάγειρός ἐσθ' ὁ τέλειος ἑτέρα διάθεσις, Nicomach. com. Ath. VII.291 (v. 11).
Bei den Gramm. genus verbi, Apoll.Dysc. synt. 210.18.
Russian (Dvoretsky)
διάθεσις: διαθέσεως ἡ
1 расположение, размещение, построение, распорядок, порядок (δ. λέγεται τοῦ ἔχοντος μέρη τάξις Arst.);
2 состояние (преимущ. преходящее) (τοῦ σώματος Arst. и περὶ τὰ σώματα Polyb.): διαφέρει ἕξις διαθέσεως τῷ πολὺ χρονιώτερον εἶναι Arst. органическое состояние отличается от преходящего значительно большей длительностью; ἄγνοια ἡ μὴ κατ᾽ ἀπόφασιν, ἀλλὰ κατὰ διάθεσιν Arst. неведение не как отсутствие знания, а как ложное знание; παραστατικὴν λαμβάνειν διάθεσιν Polyb. приходить в состояние бешенства, выходить из себя;
3 душевное предрасположение, задатки, тж. характер, нрав или настроение (ἕξις ψυχῆς καὶ διάθεσις Plat.; διάθεσις ὑβριστική Arst.; ἀπαίδευτοι καὶ κακαὶ διαθέσεις Plut.);
4 устройство, организация, строй (τῆς πόλεως Plat., Arst.);
5 положение (οὐχ ὁμήρων ἔχειν διάθεσιν, ἀλλ᾽ αἰχμαλώτων καὶ δούλων Polyb.);
6 выставление на продажу, продажа (τῶν περιόντων Isocr.; sc. τῆς λείας Plut.): διάθεσις εὔπορος Arst. легкий сбыт; διάθεσιν οὐκ ἔχειν Plut. не находить сбыта; διάθεσίν τινος δοῦναι πρὸς ξένους Plut. разрешить продажу чего-л. за границу;
7 выставление напоказ: (ἡ) ἐκ τῶν Ἑλληνικῶν διάθεσις Plut. картина на тему из греческой истории;
8 убедительность, яркость (προφορὰ καὶ διάθεσις τῶν λεγομένων Plut.): μετ᾽ αὐξήσεως καὶ διαθέσεως ἐξηγεῖσθαί τι Polyb. излагать что-л. в сильно преувеличенном виде;
9 завещательное распоряжение, запись (τῶν τελευτᾶν μελλόντων Plat.);
10 грам. залог.
Greek Monotonic
διάθεσις: διαθέσεως, ἡ (διατίθημι),·
I. 1. διάταξη, τακτοποίηση, τοποθέτηση, σε Πλάτ.·
2. σύνθεση σ' ένα έργο τέχνης, αντίθ. προς το εὕρεσις, στον ίδ.
3. διάθεση κάποιου πράγματος μέσω πώλησης, έκθεση για πώληση, εκποίηση, σε Πλούτ.
II. κατάσταση, ψυχική διάθεση ενός ανθρώπου, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
διάθεσις: διαθέσεως, ἡ, (διατίθημι) ἡ τακτοποίησις, διάταξις, Λατ. dispositio (ἡ τοῦ ἔχοντος μέρη τάξις Ἀριστ. Μεταφ. 4. 19)· τῆς πολιτείας Πλάτ. Νόμ. 710Β· τῶν ξενίων ὁ αὐτ. Τιμ. 27Α. 2) ἡ διάθεσις ἢ σύνθεσις, ἡ τῶν μερῶν διάθεσις, κτλ. ἐν ἔργῳ τῆς τέχνης· ἀντίθετον εὕρεσις, ὁ αὐτ. Φαίδρ. 236Α, Πολύβ. 34. 4, 1, κτλ.· διάθεσις ᾠδῆς Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 3· τῶν ἐπῶν Φρύν. Κωμ. Τραγῳδ. 8· -ὡσαύτως τὸ παριστανόμενον πρᾶγμα, ἡ ὑπόθεσις εἰκόνος, σχέδιον οἰκοδομήματος, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 210Β· πρβλ. Wyttenb. Πλούτ. 2. 16Β, 17Β, Περικλ. 13· -ὡσαύτως ἐπὶ γεωγραφικῆς περιγραφῆς, Στράβων 9· -τέχνη, δεινότης, ῥητορική, μετ’ αὐξήσεως καί διαθέσεως Πολύβ. 2. 61, 1. 3) ἡ διάθεσις περιουσίας, ἡ τελευταία θέλησις τοῦ ἀποθνήσκοντος περὶ τῆς διαθέσεως τῶν ὑπαρχόντων του, = διαθήκη, Λυσ. Ἀποσπ. 44, Πλάτ. Νόμ. 922Β. 4) τὸ διατιθέναι τι διὰ πωλήσεως, πώλησις, Ἰσοκρ. 224Β, Στράβων 496, Πλούτ. Σόλωνι 24· πρβλ. Gronov. Ἁρποκρ. ἐν λ.· γενικῶς, οἷς διάθεσις εὔπορος, μέσα ἄφθονα πρὸς διάθεσιν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 8. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) ἡ διάθεσίς τινος, ἡ κατάστασις, οἷον ὑγεία, ἀσθένεια, θερμότης, ῥῖγος, ὕπνος, Ἀριστ. Κατηγ. 8. 5, π. Ζ. 5. 1, 10, κτλ.· ἐπὶ τοῦ σώματος, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 10· ἐπὶ τοῦ πνεύματος ἢ τῆς ψυχῆς, ἕξις καὶ διάθεσις Πλάτ. Φιλ. 11D· φιλόσοφος τὴν διάθεσιν ὁ αὐτ. Πολ. 489Α· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ ἕξις, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 5, 6, ἔνθα ἴδε Trendel. 2) παρὰ γραμμ., ἐπὶ τῶν διαφόρων εἰδῶν τῶν ῥημάτων, καθ’ ὅσον ἐκφράζουσι διαφόρως τὴν διάθεσιν ἤτοι κατάστασιν τοῦ ὑποκειμένου, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 2. 210.
Wikipedia EN
In grammar, the voice of a verb describes the relationship between the action (or state) that the verb expresses and the participants identified by its arguments (subject, object, etc.). When the subject is the agent or doer of the action, the verb is in the active voice. When the subject is the patient, target or undergoer of the action, the verb is said to be in the passive voice. When the subject both performs and receives the action expressed by the verb, the verb is in the middle voice. Voice is sometimes called diathesis.
In medicine and allied fields, diathesis (from Greek διάθεσις) is a hereditary or constitutional predisposition to a group of diseases, an allergy, or other disorder. There are many types of diathesis. Some including strumous diathesis, sthenic diathesis, and many more. Atopic diathesis is a predisposition to develop one or more of hay fever, allergic rhinitis, bronchial asthma, or atopic dermatitis.
Middle Liddell
διάθεσις, διαθέσεως διατίθημι
I. a disposition, arrangement, Plat.
2. the composition in a work of art, as opp. to εὕρεσις, Plat.
3. a disposition of property, = διαθήκη, Plat.
4. a disposing of, selling, sale, Plut.
II. a man's disposition, Plat.
English (Woodhouse)
arrangement, condition, disposition, sale, state, testament, frame of mind, state of mind
Translations
arrangement
Arabic: تَرْتِيب; Bengali: এন্তেজাম; Bulgarian: подреждане; Catalan: arreglada; Chinese Mandarin: 排列, 安排; Danish: arrangement; Finnish: järjestely, järjestäminen; French: arrangement; Galician: arranxo; German: Anordnung; Greek: διάταξη, διαρρύθμιση; Ancient Greek: ἀπάρτισις, ἁρμογή, διάθεσις, διάταξις, θέσις, κατακόσμησις, κατασκεύασμα, κόσμησις, ὀργάνωσις, σύνθεσις, σύνταξις, τάξις; Hindi: इंतज़ाम, व्यवस्था; Icelandic: röðun, skipan, uppsetning, uppröðun, uppstilling; Irish: inleadh; Italian: arrangiamento, sistemazione; Japanese: 配置; Lithuanian: sutvarkymas; Macedonian: распоредување, подредување; Malay: penyusunan; Malayalam: ക്രമീകരണം, സജ്ജീകരണം; Maori: whakaritenga; Norwegian Bokmål: arrangement; Nynorsk: arrangement; Polish: aranżacja, aranż; Portuguese: arranjo; Romanian: aranjare, aranjament; Russian: приведение в порядок, расстановка, приготовления; Spanish: arreglo; Swahili: orodha; Turkish: ayarlama, düzenleme; Urdu: انتظام
disease
Afrikaans: siekte; Albanian: sëmundje; Amharic: በሽታ; Arabic: مَرَض, دَاء, سُقْم; Armenian: հիվանդություն, ախտ; Assamese: বেমাৰ, ৰোগ; Asturian: enfermedá; Azerbaijani: xəstəlik; Bashkir: ауырыу; Basque: eritasun; Belarusian: хвароба, захворванне, нездароўе, хворасць, нядужасць, немач; Bengali: অসুখ, রোগ, বিমার; Bikol Central: hilang; Breton: kleñved; Bulgarian: болест, заболяване; Burmese: ရောဂါ; Catalan: malaltia; Cebuano: sakit; Cherokee: ᎥᏳᎩ; Chichonyi-Chidzihana-Chikauma: ukongo; Chinese Cantonese: 疾病, 病; Dungan: бин, бемар; Hakka: 病; Mandarin: 疾病, 病, 病症, 症; Min Dong: 病; Min Nan: 病; Wu: 疾病; Czech: nemoc, choroba; Danish: sygdom; Dutch: ziekte; Estonian: haigus, tõbi; Faroese: sjúka; Finnish: tauti, sairaus; French: maladie, mal; Galician: enfermidade, doenza; Georgian: ავადმყოფობა, დაავადება, სენი; German: Krankheit, Infektionskrankheit, Seuche; Gothic: 𐍃𐌰𐌿𐌷𐍄𐍃, 𐍃𐌹𐌿𐌺𐌴𐌹; Greek: ασθένεια, αρρώστια, νόσος, νόσημα, πάθηση; Ancient Greek: ἀδυναστία, αἰτία, ἀκληρία, ἀλυσθένεια, ἀνωμαλία, ἀρρώστημα, ἀρρωστία, ἀσθένεια, ἀσθένημα, διάθεσις, δυσκρασία, νόσος, νοῦσος; Hawaiian: maʻi; Hebrew: מַחֲלָה; Hiligaynon: balatian; Hindi: रोग, व्याधि, बीमारी, मरज़; Hungarian: betegség, kór; Icelandic: sjúkdómur, sýki, mein; Ido: maladeso, morbo; Indonesian: penyakit; Irish: galar, aicíd; Isan: โรค; Italian: malattia, malanno, disturbo, morbo; Japanese: 病気, 疾病; Javanese: ꦥꦚꦏꦶꦠ꧀; Kannada: ರೋಗ; Kazakh: ауру, кесел; Khmer: ជំងឺ, រោគ; Konkani: रोग; Korean: 질병(疾病); Kurdish Central Kurdish: نەخۆشی; Northern Kurdish: nesaxî, nexweşî; Kyrgyz: оору; Lao: ພະຍາດ, ໂລກ; Latgalian: vaideiba, naveseleiba, lyga; Latin: morbus, aegror, infirmitas, languor; Latvian: slimība, liga; Lithuanian: liga, susirgimas; Macedonian: болест, заболување; Malay: penyakit; Malayalam: രോഗം, സുഖക്കേട്; Maltese: marda; Manchu: ᠨᡳᠮᡝᡴᡠ; Maori: tahumaero; Mongolian Cyrillic: өвчин; Mongolian: ᠡᠪᠡᠳᠴᠢᠨ; Navajo: ąąh dah hazʼą́, ąąh dah hoyoołʼaałii, tsʼííh niidóóh; Nepali: रोग, बिमारी; Ngazidja Comorian: uwaɗe; Norwegian Bokmål: sykdom, sjukdom; Nynorsk: sjukdom; Occitan: malautiá; Old Church Slavonic Cyrillic: немощь; Old English: coþu, ādl, ælfsogoþa; Oriya: ରୋଗ; Ossetian: рын; Pali: roga; Pashto: ناروغي; Persian: بیماری, ناخوشی, مرض; Pitjantjatjara: pika; Plautdietsch: Krankheit; Polish: choroba; Portuguese: doença; Punjabi: ਰੋਗ, ਬਿਮਾਰੀ; Romanian: boală, maladie; Russian: болезнь, заболевание, недуг, хворь, немочь, нездоровье, недомогание; Sanskrit: रोग, गद, व्याधि; Santali: ᱨᱳᱜ; Scottish Gaelic: trioblaid, galar, tinneas, euslaint; Serbo-Croatian Cyrillic: бо̏ле̄ст, оболење; Roman: bȍlēst, obolenje; Shan: တၢင်းပဵၼ်, ယေႃးၵႃႇ; Sinhalese: රෝග; Slovak: nemoc, choroba; Slovene: bolezen; Somali: cudur; Spanish: enfermedad, dolencia; Swahili: ugonjwa, maradhi; Swedish: sjukdom; Tagalog: sakit, balatian; Tajik: беморӣ, мараз, нохуши; Tamil: நோய், வியாதி; Tatar: авыру; Telugu: వ్యాధి, రోగము, జబ్బు; Thai: โรค; Tibetan: ན་ཚ, སྙུང་གཞི; Tocharian B: teki; Turkish: hastalık, sayrılık; Turkmen: hassalyk, syrkawlyk, kesel; Ugaritic: 𐎎𐎗𐎕; Ukrainian: хвороба, захворювання, нездоров'я, недуга, неміч, немощі; Urdu: بیماری, مَرَض, روگ; Uyghur: كېسەللىك, كېسەل; Uzbek: xastalik, kasallik, kasal; Vietnamese: bệnh, căn bệnh; Volapük: maläd, näfätamaläd; Welsh: clefyd, afiechyd; White Hmong: mob; Yiddish: זאָך, קראַנקייט, חולאת, מחלה; Zhuang: bingh
sale
Albanian: shitje; Arabic: بَيْع; Moroccan Arabic: بيع; Armenian: վաճառք; Asturian: venta; Azerbaijani: satış; Belarusian: продаж; Bengali: বিক্রয়; Bulgarian: продажба; Catalan: venda; Central Atlas Tamazight: ⴰⵣⵏⵣⵉ; Chechen: йохкар; Chinese Mandarin: 銷售/销售; Czech: prodej; Danish: salg; Dolgan: атыы; Dutch: verkoop; Esperanto: vendo, vendado; Estonian: müük; Farefare: koosgo; Finnish: myynti; French: vente; Galician: venda; Georgian: გაყიდვა; German: Verkauf; Greek: πώληση; Ancient Greek: ἀγορά, ἀγορή, ἀλλοτρίωσις, ἀπεμπολή, ἀπεμπόλησις, ἀπόδοσις, ἀπόπρασις, ἀπυδοσμός, διάθεσις, διαπέρασις, διάπρασις, ἔκπρασις, ἐκπωλά, ἐμπωλή, ἐξαλλοτρίωσις, πρᾶσις, πρῆσις, πώλημα, πώλησις; Hebrew: מְכִירָה; Higaonon: tinda; Hindi: विक्रय, बिक्री; Hungarian: eladás, árusítás; Icelandic: sala; Interlingua: vendita; Italian: vendita; Japanese: 販売; Kazakh: сату; Korean: 판매(販賣); Kurdish Northern Kurdish: firotin; Kyrgyz: сатуу; Lao: ການຂາຍ; Latgalian: puordūšona, puordavums; Latin: venum, venditio; Latvian: pārdošana; Lithuanian: pardavimas; Macedonian: продажба; Malay: jualan, penjualan; Mongolian Cyrillic: борлуулалт, худалдаа; Moore: koosgo; Norman: vente; Norwegian Bokmål: salg; Occitan: venda; Persian: فروش; Polish: sprzedaż; Portuguese: venda; Quechua: rantikuy, qhatuy; Romanian: vânzare, vindere; Russian: продажа; Serbo-Croatian Cyrillic: про̏даја; Roman: prȍdaja; Slovak: predaj; Slovene: prodaja; Somali: iib; Spanish: venta; Swedish: försäljning; Tagalog: pagbili; Tajik: фурӯш; Tashelhit: ⴰⵣⵏⵣⵉ; Telugu: అమ్మకము; Thai: การขาย; Turkish: satış; Turkmen: satuw; Ukrainian: продаж, спродаж; Uzbek: sotish; Vietnamese: sự bán; Walloon: vindaedje, vinte; Yiddish: פֿאַרקויף