γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
1ᵉ sg. opt. ao.2 Moy. de ὀνίνημι.
ὀναίμην: ευκτ. Μέσ. αορ. βʹ του ὀνίνημι· ὄνασθαι, απαρ.
ὀναίμην: opt. aor. 2 med. к ὀνίνημι.