ὀσφρόμενος
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
French (Bailly abrégé)
part. ao.2 Moy. de ὀσφραίνω.
Greek Monotonic
ὀσφρόμενος: μτχ. αορ. βʹ του ὀσφραίνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὀσφρόμενος: part. к ὀσφραίνομαι.