οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
part. ao.2 Moy. de ὀσφραίνω.
ὀσφρόμενος: μτχ. αορ. βʹ του ὀσφραίνομαι.
ὀσφρόμενος: part. к ὀσφραίνομαι.