οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island
παρόψομαι: μέλλ. τοῦ παροράω.
f. de παροράω.
παρόψομαι: μέλ. του παροράω.
παρόψομαι: fut. к παροράω.