σκιόωντο

From LSJ
Revision as of 08:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. impf. Pass. de σκιάω.

Greek Monotonic

σκιόωντο: Επικ. γʹ πληθ. παρατ. του σκιάω.

Russian (Dvoretsky)

σκιόωντο: эп. 3 л. pl. impf. к σκιάω.