μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
3ᵉ pl. impf. Pass. de σκιάω.
σκιόωντο: Επικ. γʹ πληθ. παρατ. του σκιάω.
σκιόωντο: эп. 3 л. pl. impf. к σκιάω.
σκιόωντο ep. ind. imperf. med. 3 pl. van σκιάω.