στοματουργός

Revision as of 10:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

όν,

   A word-making, γλῶσσα Ar.Ra.826.

German (Pape)

[Seite 948] mit dem Munde arbeilend und dadurch sein Brot verdienend, Mauldrescher, Ar. Ran. 825, adjectivisch.

Greek (Liddell-Scott)

στομᾰτουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ ποιῶν λέξεις, γλῶσσα Ἀριστοφ. Βάτρ. 826.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
artisan de paroles, beau diseur.
Étymologie: στόμα, ἔργον.

Greek Monolingual

-όν, Α
φρ. «στοματουργὸς γλῶσσα» — αυτή που πλάθει λέξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα, -ατος + -ουργός (< ἔργον)].

Greek Monotonic

στομᾰτουργός: -όν (*ἔργω), γλωσσοπλάστης, αυτός που δημιουργεί νέες λέξεις, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στοματουργός -όν [στόμα, ἔργον] woorden producerend, kletsend:. γλῶσσα tong Aristoph. Ran. 826.