γλωσσοπλάστης

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496

Greek Monolingual

ο
αυτός που δημιουργεί και χρησιμοποιεί νέες λέξεις και φράσεις στον προφορικό ή τον γραπτό λόγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + -πλαστης < πλάσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Διονύσ. Θερειανό].