συγκάτημαι

From LSJ
Revision as of 08:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage

Source

German (Pape)

[Seite 966] ion. statt συγκάθημαι, Her.

French (Bailly abrégé)

ion. c. συγκάθημαι.

Greek Monotonic

συγκάτημαι: Ιων. αντί συγκάθημαι.

Russian (Dvoretsky)

συγκάτημαι: ион. = συγκάθημαι.