συγκάτημαι
From LSJ
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
German (Pape)
[Seite 966] ion. statt συγκάθημαι, Her.
French (Bailly abrégé)
ion. c. συγκάθημαι.
Greek Monotonic
συγκάτημαι: Ιων. αντί συγκάθημαι.
Russian (Dvoretsky)
συγκάτημαι: ион. = συγκάθημαι.