τετραδεῖον

Revision as of 01:45, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

German (Pape)

[Seite 1097] τό, auch τετράδιον, eine Zahl von vieren, vier zusammengehörige Dinge, Quaterne, Sp., wie N. T. u. Suid.

Greek Monotonic

τετρᾰδεῖον: τό (τετράς), αυτός που αποτελείται από τέσσερα κομμάτια, στρατιωτικό απόσπασμα από τέσσερις άνδρες· όπως και σήμερα, τετράδιο με τέσσερα φύλλα, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

τετρᾰδεῖον, ου, τό, τετράς
a number of four, a quarternion, NTest.