τετραδεῖον
From LSJ
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
German (Pape)
[Seite 1097] τό, auch τετράδιον, eine Zahl von vieren, vier zusammengehörige Dinge, Quaterne, Sp., wie N.T. u. Suid.
Greek Monotonic
τετρᾰδεῖον: τό (τετράς), αυτός που αποτελείται από τέσσερα κομμάτια, στρατιωτικό απόσπασμα από τέσσερις άνδρες· όπως και σήμερα, τετράδιο με τέσσερα φύλλα, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
τετρᾰδεῖον, ου, τό, τετράς
a number of four, a quarternion, NTest.