τραγῳδιογράφος

Revision as of 04:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

[γρᾰ], ὁ,

   A writer of tragedies, Plb.2.17.6, 3.48.8, D.S.14.43, A.D.Adv.188.27 (where the Ms. reading is corroborated by the context), Baillet Inscr. des tombeaux des rois à Thèbes 1547.

German (Pape)

[Seite 1133] Tragödien schreibend, Pol. 2, 17, 6.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγῳδιογράφος: -ον, ὁ γράφων τραγῳδίας, Πολύβ. 2. 17, 6., 3. 48, 8, κλπ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
auteur de tragédie.
Étymologie: τραγῳδία, γράφω.

Greek Monolingual

ο / τραγῳδιογράφος, -ον, ΝΑ
συγγραφέας τραγωδιών, τραγικός ποιητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραγῳδία + -γράφος].

Greek Monotonic

τρᾰγῳδιογράφος: -ον (γράφω), αυτός που γράφει τραγωδίες, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰγῳδιογράφος: (ᾰφ) ὁ трагедиограф, трагик, автор трагедий Polyb., Diod.