τολμῇς
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
German (Pape)
[Seite 1126] ῆσσα, ῆν, poet. zsgz. statt τολμήεις; davon superl., ὦ κακῶν κάκιστε καὶ τολμήστατε, Soph. Phil. 972, wo τολμίστατε f. L.
Greek Monotonic
τολμῇς: συνηρ. αντί τολμήεις.
Russian (Dvoretsky)
τολμῇς: ῇσσα, ῇν стяж. к τολμήεις.