τεκνογόνος

Revision as of 09:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A bearing children, A.Th.928.

German (Pape)

[Seite 1082] Kinder zeugend, gebärend, von Frauen, Aesch. Spt. 911.

Greek (Liddell-Scott)

τεκνογόνος: -ον, ὁ γεννῶν τέκνα, Αἰσχύλ. Θήβ. 929.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui procrée ou enfante.
Étymologie: τέκνον, γίγνομαι.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που γεννά, που αποκτά παιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. παιδο-γόνος.

Greek Monotonic

τεκνογόνος: -ον, αυτός που γεννάει παιδιά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

τεκνογόνος: рождающий или породивший детей (γυναῖκες Aesch.).