πόρευσις

Revision as of 08:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A = πορεία, γένεσις π. εἰς τὸ εἶναι Pl.Def.411a, cf. LXXGe.33.14.

German (Pape)

[Seite 682] ἡ, = πορεία, Sp., wie Schol. Lycophr. 11; LXX.

Greek (Liddell-Scott)

πόρευσις: ἡ, = πορεία, Πλάτ. Ὅροι 411Α, Ἑβδ. (Γένεσ. ΛΓϳ, 14).

Greek Monolingual

-εύσεως, ἡ, Α πορεύω
1. πορεία
2. μτφ. μετάβαση σε μία κατάσταση.

Russian (Dvoretsky)

πόρευσις: εως ἡ Plat. = πορεία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πόρευσις -εως, ἡ [πορεύω] voortbeweging.