τετανόθριξ

Revision as of 01:45, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. τριχος,

   A with long straight hair, Pl.Euthphr. 2b, S.E.M.5.95; = prolixus, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1096] τριχος, ὁ, ἡ, mit langem od. glattem, schlichtem Haare; Plat. Euthyphr. 2 b; Ggstz von οὐλόκομος, S. Emp. adv. math. 7, 267.

Greek (Liddell-Scott)

τετᾰνόθριξ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰς καὶ τεταμένας τρίχας, ἀντίθετον τῷ οὐλόθριξ, Πλάτ. Εὐθύφρων 2Β, Σέξτ. Ἑμπ. π. Μ. 5. 95.

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux longs et plats.
Étymologie: τετανός, θρίξ.

Greek Monolingual

-τριχος, ό, ἡ, Α
αυτός που έχει μακριά και ίσια μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέτανος + θρίξ, τριχός (πρβλ. χρυσό-θριξ)].

Greek Monotonic

τετᾰνόθριξ: ὁ, ἡ, αυτός που έχει μακριά ίσια μαλλιά, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

τετᾰνόθριξ: τρῐχος adj. с длинными и прямыми волосами Plat., Sext.

Middle Liddell


with long straight hair, Plat.