ἰγνύς

From LSJ
Revision as of 01:54, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

German (Pape)

[Seite 1235] ύος, ἡ, = ἰγνύα, H. h. Merc. 152; accus. auch ἰγνύα, für ἰγνύν, Theocr. 26, 17; vgl. Arist. H. A. 3, 5.

Greek Monolingual

η (Α ἰγνύς, -ύος)
η ιγνύα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής τ. κατά το οσφύς και άλλες ονομασίες μελών σώματος].

Greek Monotonic

ἰγνύς: -ύος, ἡ, = το προηγ., από δοτ. πληθ. ἰγνύσι, σε Ομηρ. Ύμν.· αιτ. ἰγνύν, σε Θεόκρ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἰγνύς: ύος ἡ (acc. ἰγνύν и ἴγνυα) HH, Arst. = ἰγνύα.

Frisk Etymological English

See also: s. ἰκνύς