εἰσέπειτα

Revision as of 13:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

Adv.

   A for hereafter, τὰ..πάρος τά τ' εἰ. S.Aj.35, etc.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσέπειτα: ἐπιρρ. μετὰ ταῦτα, κατόπιν, πάντα γὰρ τὰ τ’ οὖν πάρος τά τ’ εἰσέπειτα σῇ κυβερνῶμαι χερὶ Σοφ. Αἴ. 35, κτλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
ou mieux εἰς ἔπειτα;
ensuite, désormais.

Spanish (DGE)

adv. en lo sucesivo τὰ τ' οὖν πάρος τά τ' εἰ. S.Ai.35, cf. D.C.Epit.7.15.8, Lib.Decl.40.13.

Greek Monotonic

εἰσέπειτα: επίρρ., εν συνεχεία, κατόπιν, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

εἰσέπειτα: adv. (чаще раздельно) впоследствии, после, впредь Soph.

Middle Liddell

for hereafter, Soph.