πάρος
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
poet. Particle:
A Adv.,
I of time, aforetime, formerly, πάρος μεμαυῖα Il.4.73, etc.; κάρη πάρος χαρίεν 22.403; οὐ γὰρ ἐμὴ ἲς ἔσθ' οἵη πάρος ἔσκεν 11.669, cf. Od.2.119, etc.; opp. νῦν, 6.325, etc.; πάρος γε Il.17.270, etc.; πάρος περ Od.5.82, etc.: with the Art., τὸ πάρος γε, τὸ πάρος περ, Il.19.42, 23.480, etc.; once in Hdt., καὶ πάρος 9.2; never in Att. Prose (rarely later, PPetr.2p.22 (iii B.C.), POxy.1121.36 (iii A. D.), but freq. in Trag., θεοὶ οἱ πάρος A.Pr.406 (lyr.); τά τε πάρος τά τ' εἰσέπειτα S.Aj.34; ἐν τῷ πάρος χρόνῳ Id.El.1445, etc.
2 with pres., up to now, hitherto, οἳ τὸ πάρος περ ζαχρηεῖς τελέθουσι Il.12.346; οἷος πάρος εὔχεαι εἶναι 4.264; πάρος γε μὲν οὔ τι θαμίζεις Od.5.88, cf. 4.810, Il.1.553.
3 as Conj. like πρίν, before, c. aor. inf., πάρος τάδε ἔργα γενέσθαι 6.348; πάρος ἢν γαῖαν ἱκέσθαι Od.1.21, cf. 8.376, etc.: rarely with pres., πάρος δόρποιο μέδεσθαι Il.18.245.
4 with neg., as antec. to πρίν γε, πάρος δ' οὐκ ἔσσεται ἄλλως, πρίν γε… not until, 5.218, cf. Od.2.127.
5 before the time, too soon, τί πάρος λαβρεύεαι; Il.23.474.
6 rather, sooner, πάρος τοι δαίμονα δώσω 8.166; πάρος τινὰ γαῖα καθέξει 16.629, cf. E. Or.345 (lyr.).
II rarely of place, first, σοὶ βαδιστέον πάρος S.El. 1502.
B Prep., poet. for πρό,
I of place, before, once in Hom., Τυδεΐδαο πάρος Il.8.254; δωμάτων πάρος S.Aj.73, E.Hec.1049, Ph.1271; δόμων πάρος Id.Or.112, 1217; τῶν σῶν πάρος πίτνουσα γονάτων Id.Andr. 572.
II of time, θανεῖν πάρος τέκνων ib.1208.
III before, above, πάρος τοὐμοῦ πόθου προὔθεντο τὴν τυραννίδα S.OC418.
2 instead of, ἀδελφῶν πάρος… θανεῖν E.Heracl.536 —When πάρος is a Prep. it usually follows its case, but not always, S.OC418, E.Andr.1112, 1208. (Cf. Skt. purás 'before'.)
German (Pape)
[Seite 527] adv. a) der Zeit, vormals, vorher; Hom., der auch τὸ πάρος (wie πρίν u. τὸ πρίν) braucht; ὤτρυνε πάρος μεμαυῖαν 'Αθήνην, Il. 4, 73; Gegensatz von νῦν, 1, 553 Od. 6, 325 u. sonst; mit folgendem πρίν, 2, 127; πάρος δ' οὐκ ἔσσεται ἄλλως, πρίν γε, Il. 5, 218; gew. mit einem temp. der Vergangenheit, πάρος εἶδεν, 11, 111, οἵη πά-#ρος ἔσκεν, 669, u. oft c. imperf.; aber auch c. praes., schon lange, sonst, τίπτε ἱκάνεις ἡμέτερον δῶ; πάρος γε μὲν οὔτι θαμίζεις, 18, 386, vgl. 1, 553. 4, 264 Od. 8, 36; u. fut., πάρος τοι δαίμονα δώσω, Il. 8, 166, d. i. eher, lieber, vgl. 16, 629, πάρος τινὰ γαῖα καθέξει; ὡς τὸ πάρος περ, Od. 2, 305 u. sonst; – c. infin., πάρος ποσὶν οὖδας ἱκέσθαι, Od. 8, 376, bevor, wie πρίν, vgl. Il. 6, 348. 11, 573. 23, 764 Od. 1, 21. 17, 218 u. sonst; aber selten c. inf. praes., wie πάρος δόρποιο μέδεσθαι, Il. 18, 245; – vor der Zeit, zu früh, Il. 23, 474; – οἱ πάρος, die Früheren, Pind. I. 6, 1, wie θεοῖς τοῖς πάρος, Aesch. Prom. 404; τοῦ πάρος λελεγμένου μείζων, Spt. 406, vgl. 537; τὸν πάρος μῦθ ον, Soph. Trach. 339; τὰ πάρος, dem τὰ εἰς ἔπειτα entgeggstzt, Ai. 34 u. öfter; Eur. oft, wie τὰ πάρος εὐτυχήματα Phoen. 1723. – b) des Ortes, vor, c. gen.; Τυδείδου πάρος σχέμεν ὠκέας ἵππους, Il. 8, 254; στεῖχε δωμάτων πάρος, Eur. Hec. 1049; Soph. Ai. 73 El. 1494; u. übtr., πάρος τοὐμοῦ πόθου προὔθεντο τὴν τυραννίδα, O. C. 419, wie τὴν δ' ἐλπίδα οὐ χρὴ τῆς τύχης κρίνειν πάρος, = προκρίνειν, Trach. 721; τῶν σῶν πάρος πίτνουσα γονάτων, Eur. Andr. 573; τίνα γὰρ ἔτι πάρος οἶκον ἄλλον σέβεσθαί με χρή, Or. 344. – In Prosa kommt das Wort nicht vor.
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
I. avec idée de lieu avant, devant ; avec le gén. en avant de, devant ; fig. πάρος προτίθεσθαί τι τινός SOPH mettre une chose avant une autre, la préférer à une autre;
II. avec idée de temps;
1 abs. auparavant, avant, autrefois, jadis ; avec le prés., d'ord, pour désigner ce qui est habituel : ὅς σε πάρος περ ῥύομαι IL moi qui te protège d'ordinaire;
2 avant que : πάρος καταλέξαι ἅπαντα OD avant qu'il eût tout raconté;
3 plus tôt ; plutôt : πάρος τοι δαίμονα δώσω IL je t'enverrai plutôt le dieu, càd la mort;
4 avant le temps, trop tôt ; avec le gén. : τῆς τύχης πάρος SOPH avant le sort (le moment fixé par le sort), avant le dénouement.
Étymologie: παρά.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάρος poët. adv. vroeger, tevoren, eerst:; αἳ πάρος ἦσαν die vroeger leefden Od. 2.119; πάρος τοι δαίμονα δώσω eerder zal ik je het doodslot toedelen Il. 8.166; σοὶ βαδιστέον πάρος jij moet eerst gaan Soph. El. 1502; πάντα γὰρ τά... πάρος al wat in het verleden ligt Soph. Ai. 34; met ontk. en πρίν:. πάρος δ’ οὐκ ἔσσεται ἄλλως, πρίν... het zal niet eerder anders worden, dan nadat... Il. 5.218. met praes. tot nu toe:. πάρος γε μὲν οὔ τι θαμίζεις tot nu toe kom je niet vaak langs Od. 5.88. voegw. meestal met inf. aor. alvorens, voordat:; πάρος τάδε ἔργα γενέσθαι voordat deze toestand ontstond Il. 6.348; πάρος ἣν γαῖαν ἱκέσθαι alvorens zijn vaderland te bereiken Od. 6.331; zelden met inf. praes.: πάρος δόρποιο μέδεσθαι voordat zij aan de maaltijd dachten Il. 18.245. prep. met gen. voorafgaand aan:. θανεῖν... πάρος τέκνων eerder dan uw kinderen sterven Eur. Andr. 1208. voor (van plaats):. στεῖχε δωμάτων πάρος kom naar buiten voor de tent Soph. Ai. 73. overdr. hoger dan:; πάρος τοὐμοῦ πόθου προὔθεντο τὴν τυραννίδα; stelden zij de alleenheerschappij hoger dan hun verlangen naar mij? Soph. OC 418; in de plaats van, voor:. ἀδελφῶν ἣ πάρος θέλει θανεῖν de vrouw die voor haar broers wil sterven Eur. Hcld. 536.
Russian (Dvoretsky)
πάρος:
I (ᾰ) adv.
1 прежде, раньше, некогда: κάρη π. χαρίεν Hom. прекрасная некогда голова (Гектора); νῦν δή πέρ μευ ἄκουσον, ἐπεὶ π. οὔποτ᾽ ἄκουσας Hom. выслушай же меня теперь, если никогда не выслушивала прежде; θεοὶ οἱ π. Aesch. прежние боги; τά τε π., τά τ᾽ εἰσέπειτα Soph. как прошлое, так и будущее; π. τοι δαίμονα δώσω Hom. я скорее покончу с тобой;
2 прежде чем (π. ἣν γαῖαν ἱκέσθαι Hom.);
3 преждевременно: τί π. λαβρεύεαι; Hom. зачем ты раньше времени болтаешь?;
4 вперед, впереди: σοὶ βαδιστέον π. Soph. тебе следует идти впереди.
II (= πρό) praep. cum gen.
1 перед, впереди (Τυδείδαο Hom.; δωμάτων Soph.): τῶν σῶν π. πίτνουσα γονάτων Eur. припав к твоим коленям;
2 ранее, до (θανεῖν π. τινός Eur.);
3 выше, значительнее, ценнее (ἡ αἰσχύνη π. τοῦ ζῆν νομίζεται Eur.);
4 за, вместо: τινὸς π. θανεῖν Eur. умереть вместо кого-л. (ср. 2).
Greek (Liddell-Scott)
πάρος: ποιητ. μόριον: Α. Ἐπίρρ., 1) ἐπὶ χρόνου, ἄλλοτε, πρότερον, π. μεμαυῖα Ἰλ. Δ. 73, κτλ.· κάρη π. χαρίεν Χ. 403· οὐ γὰρ ἐμὴ ἲς ἔσθ’ οἵη π. ἔσκεν Λ. 669, πρβλ. Ὀδ. Β. 119, κτλ.· ἀντίθετ. τῷ νῦν, Ἰλ. Α. 553, Ὀδ. Ζ. 325, κτλ.· οὕτω καί, πάρος γε Ἰλ. Ρ. 270, κτλ.· πάρος περ Ν. 465, κτλ.· καὶ μετὰ τοῦ ἄρθρου, τὸ πάρος γε, τὸ πάρος περ Τ. 42, Ψ. 480, κτλ.· - ἅπαξ παρ’ Ἡροδ., καὶ πάρος 9. 2· οὐδαμοῦ παρὰ τοῖς Ἀττικ. πεζογράφοις, ἀλλὰ συχν. παρὰ τοῖς Τραγ., θεοὶ οἱ πάρος Αἰσχύλ. Πρ. 405· τά τε πάρος, τά τ’ εἰσέπειτα Σοφ. Αἴ. 34· ἐν τῷ π. χρόνῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1445, κτλ. 2) μετ’ ἐνεστ., ἄλλως, ἐν ἄλλαις περιστάσεσι, οἱ τὸ π. περ ζαχρηεῖς τελέθουσι Ἰλ. Μ. 347· πάρος γε μὲν οὔτι θαμίζεις Ὀδ. Ε. 88· πρβλ. Ἰλ. Α. 553., Ο. 256, Nitzsch εἰς Ὀδ. Δ. 810. 3) ὡς τὸ πρίν, πρότερον, Λατ. priusquam, μετ’ ἀπαρ. ἀορ., πάρος ἥν γαῖαν ἱκέσθαι Ὀδ. Α. 21, πρβλ. Θ. 376, κτλ.· σπανιώτερον μετ’ ἐνεστ., πάρος δόρποιο μέδεσθαι Ἰλ. Σ. 245. 4) μετ’ ἀρνήσ., ὡς προηγούμενον τοῦ πρίν γε· π. δ’ οὐκ ἔσσεται ἄλλως, πρίν γε., οὐχὶ ... πρὶν ..., ἕως οὗ, Ἰλ. Ε. 218, πρβλ. Ὀδ. Β. 127, Σ. 288. 5) πρὸ τοῦ προσήκοντος χρόνου, παραπολὺ ταχέως, τί π. λαβρεύεαι; Ἰλ. Ψ. 474. 6) μᾶλλον, ἑτοιμότερον, π. τοι δαίμονα δώσω Θ. 166· π. τινὰ γαῖα καθέζει Π. 629. ΙΙ. σπανίως ἐπὶ τόπου, πρῶτος, σοὶ βαδιστέον πάρος, σὺ πρέπει νὰ βαδίζῃς πρῶτος, σὺ πρέπει νὰ πηγαίνῃς ἐμπρός, Σοφ. Ἠλ. 1502. Β. πρόθ., ποιητ. ἀντὶ τῆς πρό, Ι. ἐπὶ τόπου, πρό, ἐνώπιον, παρ’ Ὁμ. μόνον ἅπαξ, Τυδείδαο π. Ἰλ. Θ. 254· δωμάτων πάρος Σοφ. Αἴ. 73, Εὐρ. Ἑκ. 1049, Φοίν. 1270· δόμων π. Ὀρ. 112, 1217· τῶν σῶν π. πίτνουσα γονάτων Ἀνδρ. 572. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, θανεῖν πάρος τέκνων Εὐρ. Ἀνδρ. 1207. ΙΙΙ. ὑπεράνω, πλέον, μᾶλλον, π. τοὐμοῦ πόθου προὔθεντο τὴν τυραννίδα Σοφ. Ο. Κ. 418, πρβλ. Εὐρ. Ἡρακλ. 200, Ὀρ. 345. 2) ὡς τὸ πρό, ἀντί, ἀδελφῶν πάρος ... θανεῖν Εὐρ. Ἡρακλ. 536· (οὕτως, ὅσων ... πάροιθεν ... σφαγήσεται αὐτόθι 583). - Ὁσάκις τὸ πάρος εἶναι πρόθ., συνήθως ἐπιτάσσεται μετὰ τὴν οἰκείαν πτῶσιν ἀλλ’ οὐχὶ πάντοτε, ἴδε Σοφ. Ο. Κ. 418, Εὐρ. Ἀνδρ. 1113, 1207. (Κατὰ τύπον τὸ πάρος ἵσταται μεταξὺ τῶν προθέσ. παρά, πρὸ καὶ πρός, ἂν καὶ κατ’ ἔννοιαν ἀνήκει εἰς τὴν πρό. Ἐκ δὲ τοῦ πάρος παράγεται τὸ πάροιθε. - Πρβλ. τὸ Σανσκρ. puras, Ζενδ. para, Γοτθ. faura, Ἀρχ. Σκανδ. fyrir, Ἀρχ. Γερμ. vora (fore, before)· Γοτθ. faur, Ἀρχ. Γερμ. füri, (Ἀγγλ. for).)
English (Autenrieth)
before, formerly; Τῦδείδᾶο πάρος, ‘in advance of,’ Il. 8.254; correl., οὐ πάρος.. πρίν γε, Il. 5.218; freq. w. τό, and foll. by πέρ, γέ.
English (Slater)
πᾰρος
a formerly τίνι τῶν πάρος, ὦ μάκαιρα Θήβα, καλῶν ἐπιχωρίων μάλιστα θυμὸν τεὸν εὔφρανας; (I. 7.1) ἐλαύνεις τι νεώτερον ἢ πάρος; (Pae. 9.6)
b beforehand ὁπόταν θεὸς ἀνδρὶ χάρμα πέμψῃ, πάρος μέλαιναν καρδίαν ἐστυφέλιξεν (Nauck: πρὸς codd.) fr. 225.
Greek Monolingual
(I)
Α
(ως μόριο) (κατά το λέξ. Σούδα) «πάρος, χρονικῶς καὶ τοπικῶς ἀντὶ τοῦ ἔμπροσθεν»
I. (ως επίρρ.)
1. (με οποιονδήποτε χρόνο εκτός του ενεστ. και παρακμ. οριστ.) άλλοτε, προηγουμένως, πρωτύτερα («οὐ γὰρ ἐμὴ ἲς ἔσθ οἵη πάρος» — δεν έχω πια την δύναμη που είχα άλλοτε, Ομ. Ιλ.)
2. (με ενεστ. και παρακμ. οριστ.) ανέκαθεν, απαρχής ώς τώρα («οἷος πάρος εὔχεαι εἶναι» — όπως από πάντα καυχιέσαι ότι είσαι, Ομ. Ιλ.)
3. (ενάρθρως) προηγουμένως (α. θεοῖς τοῖς πάρος» — στους προηγούμενους θεούς, στους θεούς που κυριαρχούσαν προηγουμένως, Αισχύλ. β. «τὴν τῷ πάρος χρόνῳ», Σοφ.)
4. πριν από τον χρόνο που πρέπει, πρόωρα («τί πάρος λαβρεύεαι», Ομ. Ιλ.)
5. τοπ. μπροστά («σοὶ βαδιστέον πάρος» — εσύ πρέπει να προχωρείς μπροστά)
II. (ως σύνδ.) πριν, προτού («ἔνθα με κῡμ' ἀπόερσε πάρος τάδε ἔργα γενέσθαι» — προτού γίνουν αυτά, Ομ. Ιλ.)
III. (ως πρόθ. με γεν.)
1. μπροστά σε κάποιον, ενώπιον κάποιου («εὔξατο Τυδείδαο πάρος σχέμεν ἵππους» — υποσχέθηκε ενώπιον του Διομήδη να πάρουμε τα ἄλογα, Ομ. Ιλ.)
2. προηγουμένως, πρωτύτερα («θανεῖν σε... πάρος τέκνων» — να πεθάνεις πριν από τα παιδιά, Ευρ.)
3. περισσότερο («πάρος τοὐμοῦ πόθου προὔθεντο τὴν τυραννίδα» — προτίμησαν την εξουσία περισσότερο απ' την αγάπη μου, Σοφ.)
4. αντί για άλλον, στη θέση άλλου («ἀδελφῶν πάρος θανεῖν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. παρος ανάγεται στον ΙΕ τ. po°ros (πρβλ. παρά, πέρα, πριν, προ, προς) και αντιστοιχεί με αρχ. ινδ. purah «προ, πριν», purā «προηγουμένως, πριν», αβεστ. parō «προ, μπροστά, πιο γρήγορα». Ο αναβιβασμός του τόνου στον ελληνικό τ. οφείλεται πιθ. στην χρήση του ως προθέσεως με αναστροφή].
(II)
τὸ, Α
(αιολ. τ.) βλ. πῆρος.
(III)
ο
γένος μικρόσωμων ευκίνητων ωδικών πτηνών της οικογένειας παρίδες, πολλά είδη του οποίου είναι γνωστά με τη γενική κοινή ονομασία παπαδίτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. parus < λατ. parus «είδος πτηνού, αιγίθαλος»].
Greek Monotonic
πάρος: επίρρ.,
Α. I. 1. λέγεται για χρόνο, παλαιότερα, άλλοτε, κάποτε, σε Όμηρ., Τραγ.· θεοὶοἱ πάρος, σε Αισχύλ.· τά τε πάρος τά τ' εἰσέπειτα, σε Σοφ. κ.λπ.
2. όπως το πρίν, προηγουμένως, Λατ. priusquam, με απαρ., πάρος τάδε ἔργα γενέσθαι, σε Ομήρ. Ιλ.
3. πρότερο του πρίν γε, πάρος δ' οὐκ ἔσσεται ἄλλως πρίν γε..., όχι ακόμα, στο ίδ.
4. πριν από την ώρα, πολύ σύντομα, στο ίδ.
5. περισσότερο, συντομότερα, στο ίδ.
II. σπανίως λέγεται για τόπο, σοὶ βαδιστέον πάρος, σε Σοφ. Β. Πρόθ., ποιητ. = πρό,
I. λέγεται για τόπο, ενώπιον, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ., Ευρ.
II. λέγεται για χρόνο, θανεῖν πάρος τέκνων, σε Ευρ.
III. 1. Ενεργ., μπροστά, υπεράνω, μάλλον, στον ίδ.
2. για, αντί, ἀδελφῶν πάρος θανεῖν, στον ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: Adv.
Meaning: before, sooner, previously, prep. w. gen. before (Il.).
Derivatives: πάροι-θε(ν) in front of, beforehand (Il.), -τερος former, earlier (Il.), -τατος (A. R.) after old loc. in -οι, cf. Schwyzer 534 a. 549.
Origin: IE [Indo-European] [812] *prh₂-os before, earlier
Etymology: Old adv., identical with Skt. purás in front of, before (beside purā́ earlier) and Av. parō for, earlier; IE *prh₂-ós (on the Gr. accent. Schwyzer 387). Here also πάρα, πέρι, πρό, πρός a.o. -- WP. 2, 34, Pok. 812, Schw.-Debrunner 656, Mayrhofer s. puráh.
Middle Liddell
A. adv.,
1. of time, beforetime, formerly, erst, Hom., Trag.; θεοὶ οἱ πάρος Aesch.; τά τε πάρος τά τ' εἰσέπειτα Soph., etc.
2. like πρίν, before, Lat. priusquam, c. inf., πάρος τάδε ἔργα γενέσθαι Il.
3. anteced. to πρίν γε, πάρος δ' οὐκ ἔσσεται ἄλλως, πρίν γε… not until, Il.
4. before the time, too soon, Il.
5. rather, sooner, Il.
II. rarely of place, first, σοι βαδιστέον π. Soph.
B. prep., poet. = πρό,
I. of place, before, Il., Soph., Eur.
II. of time, θανεῖν πάρος τέκνων Eur.
III. Causal, before, above, in preference to, Eur.
2. for, instead of, ἀδελφῶν πάρος θανεῖν Eur.
Frisk Etymology German
πάρος: {páros}
Grammar: Adv.
Meaning: vorher, früher, vorn, Präp. m. Gen. vor (seit Il.).
Derivative: Daneben πάροιθε(ν) vorher, vorn, vor (seit Il.), -τερος der vordere, frühere (ep. seit Il.), -τατος (A. R.) nach alten Lok. auf -οι, vgl. Schwyzer 534 u. 549.
Etymology: Altes Adv., mit aind. purás voran, vor (neben purā́ früher) und aw. parō vorn, früher identisch; idg. *pr̥rós (zum gr. Akz. Schwyzer 387). Hierher noch πάρα, πέρι, πρό, πρός u.a. — WP. 2, 34, Pok. 812, Schw.-Debrunner 656, Mayrhofer s. puráh.
Page 2,476