θῆτα

Revision as of 03:20, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

τό, indecl.,

   A the letter Θ (Hebr. [tnull ]êth), Ar.Ec.685, etc.: gen. θήτατος Democr.20: nom. pl. θήτατες (tetates) Wessely Schrifttaf. zur ält. lat. Paläogr.No.8 (ii A.D.); nickname of Aesop (who was a θής), Ptol. Heph. ap. Phot.Bibl.p.151 B.

German (Pape)

[Seite 1211] τό, indeclin., der Buchstabe θ, Ar. Eccl. 685; Democrit. bildete den gen. θήτατος nach B. A. p. 781, 23.

Greek (Liddell-Scott)

θῆτα: τό, ἄκλ., ἴδε Θ θ· ἀλλὰ γεν. θήτατος, ὡς δέλτατος, Δημόκρ. ἐν Α. Β. 781: ― ὡσαύτως, ὄνομα τοῦ Αἰσώπου (ὅστις ἦτο θής), Φώτ. Βιβλ. 151. 23.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
indécl.
thêta, 8ᵉ lettre de l’alphabet grec.
Étymologie: emprunt sém. ; cf. hébr. thêt.

Greek Monolingual

το (Α θῆτα)
(άκλιτο
αλλά στον Δημόκρ. γεν. θήτατος και επιγρ. πληθ. θήτατες)
το ένατο γράμμα του αρχαίου και το όγδοο του νέου ελληνικού αλφαβήτου
αρχ.
ως κύριο όν. Θῆτα
όν. του Αισώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σημιτικής προέλευσης (πρβλ. εβρ. teth). Βλ. και εγκυκλ. λήμμα θ].

Russian (Dvoretsky)

θῆτα: τό indecl. (у Democr. gen. θήτατος) тета (название 8-й дуквы греческого алфавита).

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: the eighth letter of he Greek alphabet (Ar.),
Other forms: gen. θήτατος Demokr. 20, Lat. pl. tetates from θήτατες; further uninflected.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.
Etymology: from Semitic, cf. Hebr. ṭēth; cf. Schwyzer 140.