Περικλύμενος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (Autenrieth)
son of Neleus and Pero, Od. 11.286†.
English (Slater)
Περικλῠμενος son of Neleus, an Argonaut, defended Thebes against the Seven.
1 Περικλύμεν' εὐρυβία (P. 4.175) δουρὶ Περικλυμένου πρὶν νῶτα τυπέντα (sc. Ἀμφιαρέα) μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν (N. 9.26)
Russian (Dvoretsky)
Περικλύμενος: (ῠ) ὁ Периклимен
1) сын Нелея, брат Нестора Hom.;
2) сын Посидона, участник войны «семерых против Фив» Eur.