ἀποκάτημαι
English (LSJ)
Ion. for ἀποκάθημαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκάτημαι: Ἰων. ἀντὶ ἀποκάθημαι.
Spanish (DGE)
v. ἀποκάθημαι.
Greek Monotonic
ἀποκάτημαι: Ιων. αντί ἀπο-κάθημαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκάτημαι: ион. = ἀποκάθημαι.
Ion. for ἀποκάθημαι.
ἀποκάτημαι: Ἰων. ἀντὶ ἀποκάθημαι.
v. ἀποκάθημαι.
ἀποκάτημαι: Ιων. αντί ἀπο-κάθημαι.
ἀποκάτημαι: ион. = ἀποκάθημαι.