ἀποκάθημαι

English (LSJ)

A sit apart, ἀτιμώμενοι ἀποκατέαται (Ion. for ἀποκάθηνται) Hdt.4.66; ἐν τῷ τεύχει Arist.HA625a26; ἐν τῷ γυμνασίῳ SIG 739.7 (Delph., i B.C.); ἀποκαθημένη, = αἱμορροοῦσα, LXX Le.20.18, al., cf. Ph.1.578; θεαταὶ ἀ. τῶν κινδύνων J.BJ4.6.2.
II sit idle, Ael. VH6.12.

Spanish (DGE)

• Morfología: [jón. pres. ind. 3.a plu. ἀποκατέαται Hdt.4.66]
1 estar sentado o instalado aparte ἠτιμωμένοι ἀποκατέαται Hdt.l.c., ἐν τῷ τεύχει ἀποκαθήμεναι de las abejas, Arist.HA 625a26, ἐν τῷ γυμνασίῳ FD 3.338.7 (I a.C.), πρός τινι πυραμίδι Plb.Fr.115, θεατὰς ... αὐτοὺς ἀποκαθῆσθαι τῶν κινδύνων I.BI 4.371
de ahí en la lit. judía y aplicado a la mujer menstruar ἀποκαθημένη mujer menstruante LXX Le.20.18, cf. Ez.22.10, Ep.Ie.27, Ph.1.574, ἀποκαθημένη· αἱμορροοῦσα Hsch.
2 fig. estar inactivo, perder el tiempo ἐν τοῖς κουρείοις καὶ γελωτοποιεῖν Theopomp.Hist.283b.

German (Pape)

[Seite 305] abgesondert dasitzen, Arist. H. A. 9, 40; in ion. Form ἀποκατέαται Her. 4, 66. Bei Poll. 3, 123 wie ἀποκαθίζεσθαι, müßig dasitzen.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
s'asseoir à l'écart.
Étymologie: ἀπό, κάθημαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκάθημαι: ион. ἀποκάτημαι сидеть отдельно Her., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκάθημαι: παθ., κάθημαι χωριστά, μακράν, ἠτιμωμένοι ἀποκατέαται (Ἰων. ἀντὶ ἀποκάθηνται) Ἡρόδ. 4. 66· ἐπὶ μελισσῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 26· ἀποκαθημένη = αἱμορροοῦσα, Ἑβδ. (Λευϊτ. κ΄, 18, κ. ἀλλ.). ΙΙ. κάθημαι ἀργός, μηδὲν πράττων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 26, Αἰλ. Π. Ἱ. 6. 12.

Greek Monolingual

ἀποκάθημαι (AM)
1. κάθομαι χωριστά, μακριά
2. παραμένω αργός, αδρανώ
3. (το θηλ. της μτχ. ως ουσ.) ἡ ἀποκαθημένη
η γυναίκα που έχει εμμηνόρροια.

Greek Monotonic

ἀποκάθημαι: Παθ., κάθομαι χωριστά, μακριά· ἀτιμώμενοι ἀποκατέαται (Ιων. αντί -κάθηνται)· σε Ηρόδ.

Middle Liddell

Pass. to sit apart, ἀτιμώμενοι ἀποκατέαται (ionic for -κάθηνται) Hdt.