πολυμόρφως
From LSJ
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
Greek Monolingual
Α
επίρρ. βλ. πολύμορφος.
Russian (Dvoretsky)
πολυμόρφως: многообразно (βαφῆναι Diod.).