ὡροσκόπιον
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
English (LSJ)
A v. ὡροσκοπεῖον.
Greek (Liddell-Scott)
ὡροσκόπιον: ἴδε ὡροσκοπεῖον.
Russian (Dvoretsky)
ὡροσκόπιον: τό
1) гороскоп Sext.;
2) Diog. L. = ὡρολόγιον.