σφαίρισις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A a playing at ball, Arist.Rh.1371a2.
Greek (Liddell-Scott)
σφαίρισις: ἡ, τὸ σφαιρίζειν, παίζειν τὴν σφαῖραν, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 11, 15.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de jouer à la balle.
Étymologie: σφαιρίζω.
Greek Monotonic
σφαίρισις: -εως, ἡ (σφαιρίζω), παιχνίδι με σφαίρα, με τόπι, βολή σφαίρας, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφαίρισις -εως, ἡ [σφαιρίζω] het ballen, het spelen met een bal.
Russian (Dvoretsky)
σφαίρῐσις: εως ἡ игра в мяч Arst.