τόπι
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
το, Ν
1. μικρή σφαίρα από δέρμα, λάστιχο, ύφασμα ή άλλο υλικό, που χρησιμοποιείται σε διάφορα παιχνίδια («παίξαμε τόπι»)
2. δέμα υφάσματος τυλιγμένο σε σχήμα κυλίνδρου («ένα τόπι τσίτι»)
3. βλήμα παλαιού πυροβόλου και το ίδιο το πυροβόλο («βάλτε φωτιά στα τόπια», δημ. τραγούδι)
4. φρ. α) «τήν έκανα τόπι» — γέμισα την κοιλιά μου, παραέφαγα
β) «τον έκανα τόπι στο ξύλο» — τον έδειρα πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. top «σφαίρα»].