Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τόπι

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

το, Ν
1. μικρή σφαίρα από δέρμα, λάστιχο, ύφασμα ή άλλο υλικό, που χρησιμοποιείται σε διάφορα παιχνίδια («παίξαμε τόπι»)
2. δέμα υφάσματος τυλιγμένο σε σχήμα κυλίνδρου («ένα τόπι τσίτι»)
3. βλήμα παλαιού πυροβόλου και το ίδιο το πυροβόλο («βάλτε φωτιά στα τόπια», δημ. τραγούδι)
4. φρ. α) «τήν έκανα τόπι» — γέμισα την κοιλιά μου, παραέφαγα
β) «τον έκανα τόπι στο ξύλο» — τον έδειρα πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. top «σφαίρα»].