μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
ἁ, Α(δωρ. τ.) βλ. σεληναίη.
σελᾱναία Dor. voor σεληναίη.
σελᾱναία: ἡ дор. = σεληναία.