χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good
pf. Act. de πιπράσκω.
πέπρᾱκα: παρακ. του πιπράσκω.
πέπρακα indic. perf. van πιπράσκω.
πέπρᾱκα: pf. к πιπράσκω.