κημόω

Revision as of 22:54, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

(κημός)

   A muzzle a horse, X.Eq.5.3.    II Medic., = φιμόω, τὸν ὀφθαλμόν Sch.Ar.Eq.1147.    III fit with the κημός 1.4, πολιῷ δ' ἐπὶ πολλάκι λωτῷ κημωθεὶς (cj. Herm.for κνημωθεὶς) κώμους εἶχε σὺν Ἐξαμύῃ Hermesian.7.38.

German (Pape)

[Seite 1431] dem Pferde den Maulkorb anlegen, ἀεὶ ὅποι ἂν ἀχαλίνωτον ἄγῃ (τὸν ἵππον) κημοῦν δεῖ Xen. de re equ. 5, 3; Poll. 1, 202. S. κημός.

Greek (Liddell-Scott)

κημόω: (κημὸς) βάλλω περὶ τὸ στόμα τοῦ ἵππου τὸν κημόν, Ξεν. Ἱππ. 5, 3· τοὺς βοῦς Ἰω. Χρυσ. ΙΙ. κλείω πληγήν, Σχολ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1147.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
museler (un cheval ou un bœuf).
Étymologie: κημός.

Greek Monotonic

κημόω: (κημός), βάζω φίμωτρο σε άλογο, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κημόω [κημός] muilbanden, een muilband aandoen.

Russian (Dvoretsky)

κημόω: надевать намордник (sc. τὸν ἵππον Xen.).