κημόω
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
(κημός)
A muzzle a horse, X.Eq.5.3.
II Medic., = φιμόω, τὸν ὀφθαλμόν Sch.Ar.Eq.1147.
III fit with the κημός 1.4, πολιῷ δ' ἐπὶ πολλάκι λωτῷ κημωθεὶς (cj. Herm.for κνημωθεὶς) κώμους εἶχε σὺν Ἐξαμύῃ Hermesian.7.38.
German (Pape)
[Seite 1431] dem Pferde den Maulkorb anlegen, ἀεὶ ὅποι ἂν ἀχαλίνωτον ἄγῃ (τὸν ἵππον) κημοῦν δεῖ Xen. de re equ. 5, 3; Poll. 1, 202. S. κημός.
French (Bailly abrégé)
κημῶ :
museler (un cheval ou un bœuf).
Étymologie: κημός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κημόω [κημός] muilbanden, een muilband aandoen.
Russian (Dvoretsky)
κημόω: надевать намордник (sc. τὸν ἵππον Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
κημόω: (κημὸς) βάλλω περὶ τὸ στόμα τοῦ ἵππου τὸν κημόν, Ξεν. Ἱππ. 5, 3· τοὺς βοῦς Ἰω. Χρυσ. ΙΙ. κλείω πληγήν, Σχολ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1147.
Greek Monotonic
κημόω: (κημός), βάζω φίμωτρο σε άλογο, σε Ξεν.
Middle Liddell
κημόω, κημός
to muzzle a horse, Xen.
Chinese
原文音譯:fimÒw 非摩哦
詞類次數:動詞(8)
原文字根:(動物的)口絡鼻籠 相當於: (חָסַם)
字義溯源:籠住嘴,靜了罷,不要作聲,無言可答,啞口無言,堵住了口,緊閉,無聲;源自(ταπεινόφρων / φιλόφρων)X*=口絡鼻籠)
出現次數:總共(8);太(2);可(2);路(1);林前(1);提前(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 不要作聲(2) 可1:25; 路4:35;
2) 他堵住了⋯口(1) 太22:34;
3) 籠住⋯嘴(1) 林前9:9;
4) 啞口無言(1) 彼前2:15;
5) 籠住嘴(1) 提前5:18;
6) 靜了罷(1) 可4:39;
7) 無言可答(1) 太22:12