κυβέρνασις
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
Doric for κυβέρνησις.
English (Slater)
κῠβέρνᾱσις
1 steering met., government ἐν δ' ἀγαθοῖσι κεῖται πατρώιαι κεδναὶ πολίων κυβερνάσιες (P. 10.72)
Russian (Dvoretsky)
κῠβέρνᾱσις: εως ἡ дор. = κυβέρνησις.